- σύνωρος
- η , ο недавний, свежий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύνωρος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που μόλις πριν από λίγο έγινε, πρόσφατος («το πράμα είναι σύνωρο, κι ακόμ οι πονεμένοι είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι»). επίρρ... σύνωρα Ν 1. ἔγκαιρα, επίκαιρα 2. ταυτόχρονα 3. πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σύνωρα — Ν επίρρ. βλ. σύνωρος … Dictionary of Greek